- σέκρετον
- το ΝΜΑ, και σήκρητον ΝΜνεοελλ.-μσν.(στο Βυζ.)1. η υπηρεσία τής γραμματείας και τών γραφείων τής πολιτικής διοίκησης2. (ιδίως) η γραμματεία τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, πριν από την άλωση τής Κωνσταντινούπολης3. φρ. «ο επί τών σεκρέτων» — ο επικεφαλής τής γραμματείαςαρχ.(κατά τον Ησύχ.) συνέδριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secretum, μτχ. τού secerno «διακρίνω, χωρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.